μαζεμένος

μαζεμένος
demure

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αζωήρευτος — η, ο [ζωηρεύω] ο μη ζωηρός, συγκρατημένος, μαζεμένος …   Dictionary of Greek

  • καταπτήσσω — και καταπτώσσω (AM) 1. κάθομαι συνεσταλμένος, μαζεμένος από φόβο, ζαρώνω 2. δεν εμφανίζομαι από φόβο, δεν εκδηλώνομαι από δειλία 3. είμαι φοβισμένος από κατάπληξη, εκπλήττομαι 4. κρύβω τον εαυτό μου, μένω ζαρωμένος κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + …   Dictionary of Greek

  • λουφαχτός — ή, ό [λουφάζω] συνεσταλμένος, μαζεμένος …   Dictionary of Greek

  • μαζωχτός — ή, ό (Μ μαζωχτός και μαζωτός, ή, όν) [μαζώνω] μαζεμένος, συγκεντρωμένος, συναθροισμένος νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, συσπειρωμένος 2. τακτοποιημένος μσν. ατελώς ανεπτυγμένος. επίρρ... μαζωχτά μαζί, από κοινού …   Dictionary of Greek

  • περιπτώσσω — Α κάθομαι συνεσταλμένος, μαζεμένος από φόβο, φοβάμαι πολύ, καταπτήσσω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πτώσσω «συστέλλομαι, πτοούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • πτώσσω — Α 1. (για ζώα και πτηνά) ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο («πτώσσουσαν ὥστε πέρδικα», Αρχίλ.) 2. (για πρόσ.) φοβάμαι, κρύβομαι ή δραπετεύω από φόβο (α. «ὤμοι, Τυδέος υἱέ... τί πτώσσεις;» Ομ. Ιλ. β. «πτώσσειν ὑπ ἀσπίδος», Τυρτ.) 3. φοβάμαι κάποιον ή… …   Dictionary of Greek

  • ρικνός — ή, ό / ῥικνός, ή, όν, ΝΜΑ, και ῥιχνός, και ποιητ. τ. ῥικνύς, εῑα, ύ Α ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, γεμάτος ζάρες, σταφιδιασμένος, σουφρωμένος, σκεβρωμένος (α. «ῥικνοί ἰσχνοί σαρξίν, ἐπικεκαμμένοι, σκαμβοί, σκολιοί», Ησύχ. β. «ῥικνὰ ἅψεα», Απολλ. Ρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • συμμαζευτός — ή, ό, Ν [συμμαζεύω] 1. συμμαζεμένος, μαζεμένος, συγκεντρωμένος 2. μτφ. (για πρόσ.) συνεσταλμένος …   Dictionary of Greek

  • μαζεύομαι — μαζεύομαι, μαζεύτηκα, μαζεμένος βλ. πίν. 18 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αθάρρευτος — αθάρρευτος, η, ο και αθάρρετος, η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει θάρρος, ο συμμαζεμένος: Κάθεται μαζεμένος, γιατί είναι ακόμη αθάρρευτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακουβάριαστος, -η — ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι κουβαριασμένος, μαζεμένος: Το νήμα στέκεται ακόμη ακουβάριαστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”